- ψηφίζοντες
- ψηφίζωcountpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οστρακισμός ή εξοστρακισμός — Νομικός θεσμός που εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και στις πόλεις που μιμούνταν το αθηναϊκό πολίτευμα (Άργος, Μέγαρα, Μίλητος, Συρακούσες), βασιζόμενος στο δικαίωμα του λαού να εξορίζει για δέκα χρόνια από την πόλη οποιονδήποτε πολίτη, του οποίου… … Dictionary of Greek